πεπρίλος

πεπρίλος
πεπρίλος
See also: s. πέρδομαι

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεπρίλος — fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπρίλος — ο, ΝΑ είδος ψαριού που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμησης ανήκει στην οικογένεια stromateidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα τού πέρδομαι* με διπλασιασμό πε και επίθημα ίλος (πρβλ. ναυτ ίλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”